- σχεδιοποιημένος
- η , ο запланированный;
σχεδιοποιημένη οικονομία — плановое хозяйство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σχεδιοποιημένη οικονομία — плановое хозяйство
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.